Αν θες να μάθεις νέα μου: Ο έρωτας στα χρόνια της ΕΟΚΑ | ΕΝΩΣΙΣ Μαΐου

στις

σάρωση0037

Διαβάζοντας το Ανθες να μάθεις νέα μου, την αλληλογραφία που διατήρησαν εξ αποστάσεως για δύο περίπου χρόνια ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης με τη Λύα Χατζηαδάμου-Βότση, θεώρησα πως μία παρουσίαση δεν θα ήταν αρκετή. Και αυτό γιατί μέσα από το συγκεκριμένο βιβλίο, καθώς και μέσα από την αλληλογραφία ως είδος λογοτεχνίας, γεννιούνται πολλοί προβληματισμοί και αναλύσεις. Έτσι, για τα επόμενα δύο ή τρία τεύχη (συμπεριλαμβανομένου και αυτού), αντί βιβλιοπαρουσίασης, θα υπάρχει ένα κείμενο είτε βασισμένο εξ ολοκλήρου στο συγκεκριμένο βιβλίο είτε σε άλλο αφορμούμενο εξ αυτού.

Η αλληλογραφία είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο στη λογοτεχνία. Κι αυτό γιατί η αλληλογραφία είναι η λογοτεχνία του απολεσμένου άλλου. Γράφουμε για την απώλεια, την απουσία, την αγάπη, τον έρωτα, τη φιλία. Σε κάθε γράμμα εσωκλείουμε πάντα ένα μικρό μέρος του χαρακτήρα μας. Μια μικρή πινελιά του εγώ μας, την οποία φροντίζουμε να κοσμήσουμε γιατί πάντα υπάρχει ένας ενδιαφερόμενος παραλήπτης στην άλλην άκρη.Τα γράμματα έχουν περισσότερους από έναν σκοπό∙ ενημερώνουν, ιντριγκάρουν, συγκινούν, επαναφέρουν μνήμες. Και ο γραπτός λόγος προσφέρεται κατά πολύ για όλα όσα δυσκολευόμαστε να πούμε προφορικά. Είναι από μόνη της λογοτεχνία και πώς θα μπορούσε να μην αποτελεί μέρος της εξάλλου;

Βασική παράμετρος της αλληλογραφίας: η απουσία. Η αμφιβολία, η αίσθηση του κενού, η αναπόληση καθώς κι ο φόβος της λήθης γεννούν φράσεις λογοτεχνικές, ανεπιτήδευτες, καθώς μόνη έγνοια τους είναι να αποδείξουν το μεγαλείο της προσμονής, της ανιδιοτελούς αγάπης. Συνήθως, τα συναισθήματα παρουσιάζονται πιο αγνά, δημιουργώντας έναν πλατωνικό έρωτα που τρέφεται από λέξεις που προσπαθούν να υπερνικήσουν μεγαλειώδεις πράξεις, σε έναν ουσιαστικά άνισο αγώνα.

Υπάρχει σωρεία παραδειγμάτων από τέτοιου είδους λογοτεχνικές καταγραφές: η αλληλογραφία του Πεσσόα προς την Οφελία, τα Εκατό Ερωτικά Σονέτα του Πάμπλο Νερούντα, τα γράμματα του Κωστή Παλαμά στην Ελένη Κορτζιά.

Τα λόγια στην αλληλογραφία είναι πύρινα κι εδώ ακριβώς παρουσιάζεται το μεγαλείο της λογοτεχνίας σε οποιανδήποτε μορφή της. Γιατί πώς μπορεί κανείς να μείνει απαθής, όταν διαβάζει τον Άγγελο Σικελιανό να γράφει στην Άννα «Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ’ αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας!». Ή ακόμα όταν ο Παλαμάς εξομολογείται στην Ελένη πως «[…] τα γράμματά σου και μάλιστα το τελευταίο σου είναι σαν κάποια ωραία μάτια εκφραστικά που σε κοιτάζουν δακρυοπνιγμένα, μα χωρίς να στάζουνε τα δάκρυά τους, και χωρίς να χάνουν τίποτε από την ομορφιά τους τα μάτια αυτά».

Στο υπό ανάλυση και παρουσίαση βιβλίο υπάρχει μια εφηβική αλληλογραφία, που όλως παραδόξως διακατέχεται από μία πρόωρη ωριμότητα στο θέμα του έρωτα. Ο νεαρός Ευαγόρας, λίγο πριν την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, γνωρίζει την κατά δύο χρόνια νεότερή του Λύα Χατζηαδάμου. Ο έρωτάς τους δεν προλαβαίνει να αποκτήσει διάσταση, αφ’ ενός λόγω του νεαρού της ηλικίας τους και των τότε συνθηκών, αφ’ ετέρου λόγω της σύντομης αποχώρησης της Λύας προς τη Νότιο Αφρική.

Αυτό που μένει, λοιπόν, είναι η ανταλλαγή επιστολών, ούτως ώστε να διατηρήσουν άσβεστη τη φλόγα της φιλίας τους, της αγάπης τους, του έρωτά τους: ένα τρίπτυχο που είναι μεν εμφανέστατο σε κάθε επιστολή, αλλά επίσης παίζει και ένα παιχνίδι. Σε κάθε γράμμα διατηρείται μια όμορφη αμφιβολία για το ποια ακριβώς είναι αυτή η σχέση που διατηρούν. Διακρίνεται ερωτική ζήλια μεν, αλλά και οι δύο έφηβοι προσπαθούν να την καλύψουν, δίνοντας ο ένας στον άλλον τη δυνατότητα της λήθης. Κάθε γράμμα είναι μια εξομολόγηση, ένας χωρισμός και μια επανασύνδεση.

Έχουμε ανάγκη, λοιπόν, να αναμοχλεύσουμε τις λέξεις, να δημιουργήσουμε προτάσεις και παραγράφους, να στρατεύσουμε όλες τις λογοτεχνικές μας ικανότητες για να εκφράσουμε τα πιο απλά μας συναισθήματα. Να αποδείξουμε πόσο μας λείπει κάποιος, πόσο θα ευχόμασταν να είναι κοντά μας ή και να εκφράσουμε τα χιλιάδες συναισθήματα που μας προκαλεί ένας άνθρωπος.

Οι επιστολές, εν τέλει, διατηρούν τον έρωτα στη μυθική του διάσταση και δεν επιτρέπουν στον χρόνο να καταστρέψει τη ρομαντική του διάσταση.

Μέσα από τις επιστολές διατηρείται η μυθοποιημένη μορφή του άλλου, καθώς και μια συνεχής προσπάθεια να εκφραστούν οι πιο μύχιες σκέψεις μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα τρίτων. Και προφανώς αποτελούν ένα κειμήλιο στα χέρια των ενδιαφερόμενων, που αναγεννούν τις μνήμες και απαγορεύουν στη λήθη να υπερτερήσει.

Ιλιάνα Κουλαφέτη

Στο πέμπτο ράφι αριστερά

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιαστε