Η «Δημοκρατία του Θανάτου» | Απρίλιος 2016

στις

5223

Διάλογος πάνω στη νεκρώσιμη ακολουθία με τον Σάββα Παύλου

Σήκωσα το πρόσωπο, πανσέληνος, Αύγουστος 2015,
ίσως η τελευταία πανσέληνος στη ζωή μου,
μπορεί να μην προλάβω άλλη,
την κοιτάζω καλά, τις σκιές της, το φως της, τελευταία;
Πάντως το 2915, τον Αύγουστο, θα υπάρχει πανσέληνος,
αν ζω θάμαι 965 χρόνων, δεν γίνεται.
Καλύτερα, θα κοιτάξουν την πανσέληνο
δεκαοχτάχρονοι με την εύγραμμη σάρκα τους,
νευρώδεις και έτοιμοι,
με όνειρα και δυνάμεις για ξόδεμα,
θα νιώσουν τη μυστική της πνοή, εγώ ξεχάστε με.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

19/2/2015

Ανάμεσα σ’ ένα σκίτσο του Πιν και στο οπισθόφυλλο της αναφοράς του Ελύτη για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, υπολόγισα πως ούτε και τώρα «ήταν θάνατος», αλλά «μια συνέχεια στην ποίηση κείνου που χάνονταν εδώ για να ξαναβρεθεί κερδισμένος αλλού». Μια ανάσα του «αείζωου πυρός», όπως το συγκρότησε νοητικά ο Ηράκλειτος ή ακόμα κάτι από τα δογματικά περιγράμματα του π. Ιωάννη Ρωμανίδη για την «καταπάτηση του κέντρου του θανάτου για να αποκτήσει» ο άνθρωπος «την αμέριμνον ελευθερίαν».

Σε ό,τι αφορά τον ίδιο τον Σάββα, θα πρέπει να ήταν μάλλον η αυτοσυναίσθηση μιας ψυχής που ανακάλεσε στη μνήμη της κάτι από κείνο το παραινετικό «Memento Mori!» («Θυμήσου τον θάνατο!»), που το επαναλάμβαναν την ώρα της στέψης των αυτοκρατόρων του ευσεβούς μας γένους, καθώς και μια αντίληψη του θανάτου ως παράλογη διττότητα του «μη όντος», που δεν επιδίωξε τίποτε άλλο από το να φέρει τον θάνατο στο προσκήνιο της συνείδησης και αποφάνθηκε στο τέλος ότι «μ’ αρέσει η νεκρώσιμος ακολουθία της Ορθοδόξου ημών εκκλησίας».

Αν οντολογικά δόθηκε η δυνατότητα στον άνθρωπο να υπάρξει με τον τρόπο της θεότητας, στο μέτρο που νομοτελειακά ψηλαφίζει το κύκνειο άσμα αγκαλιά μ’ έναν σωρό δέλτους εκφυλισμού της φθαρτής του φύσεως, η διατύπωση των Νεκρωσίμων Ιδιομέλων του Ιωάννου Μοναχού, του Δαμασκηνού, δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας των ειωθότων: «Είναι πράγματι φοβερό το μυστήριο του θανάτου, το πώς η ψυχή βίαια χωρίζεται από την αρμονική της σχέση με το σώμα και κόβεται ο φυσικός της δεσμός με αυτό με την απόφαση του Θεού».

Απέναντι σ’ αυτήν τη ρεαλιστική στάση μπροστά σε μια δεδομένη αναγκαιότητα, ούτε ο Σάββας, μέσα από τη ρητή υπόμνηση της αιωνιότητας, αλλά ούτε και μέσα από την παρηγοριά της κοιτίδας των Ελλήνων τρόπων, όπως αυτοί ανέκαθεν ερμήνευαν την αθανασία της ψυχής, ευλάλησε τα περί του θανάτου. Αντίθετα, διαπίστωσε ότι «έτσι χαστουκίζουν οι ψαλμωδίες της ταφής. Δεν σου δίνουν γλυκερές ψευδαισθήσεις, κάθε λίγο υπάρχει ένα χτύπημα ρεαλισμού», «αλλά μετά», συνεχίζοντας στην τροχιά των αραχνοΰφαντων νοημάτων της νεκρωσίμου ακολουθίας, όπως αυτά περιδινούν στη μετόπη της αγωνίας και του φόβου, «ακολουθεί η παραμυθία, “ζωή ατελεύτητος” και “εν γλυκασμώ ωραιότητος Ιησού”». Με τη διαμεσολάβηση της προσδοκίας της Αναστάσεως –του μέρους που θα εξακολουθήσει να ζει και μετά τη νέκρωση του σώματος–, η κατανόηση του διφυούς χαρακτήρα της νεκρώσιμης ακολουθίας εγγυάται μια τάξη έκδηλης αποδοχής της ως «χαστούκι και παρηγοριά», αγγίζοντας ταυτόχρονα τις χορδές των πιο ανεπαίσθητων διαπνοών της ανθρώπινης ύπαρξης.

Όλα παράλληλες γραφές της ματαιότητας των εγκοσμίων, όπως επισημαίνει ο Άγιος: «Όλα ασθενέστερα απo τη σκιά και απατηλότερα από το όνειρο, μία στιγμή και όλα τα διαδέχεται ο θάνατος. Όλα σκόνη, όλα τέφρα, όλα σκιά. Όλα τα ανθρώπινα πράγματα είναι παροδικά και δεν υπάρχουν μετά τον θάνατο, ούτε τα πλούτη παραμένουν ούτε η δόξα μας συνοδεύει», αλλά ούτε και ο ίδιος ο Σάββας, ιχνηλατώντας το ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα ανώφελο της επίγειας ζωής, θα διστάσει να αποδεχτεί τις άσκοπες περιπέτειες της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αυτήν την εικόνα, που παραπέμπει στη βραχύτητα του βίου αλλά και του πρόσκαιρου χαρακτήρα των επίγειων απολαύσεων και επιτευγμάτων, θα τη διακρίνει με μια «αίσθηση στο χέρι σαν ν’ άγγιζε σε πετρώματα ασβεστίου» πίσω από το στήθος ενός σκελετού στους αρχαίους τάφους της Δένιας: «Παραμέρισα τα κόκαλα… Πήρα τ’ όστρακο είχε κάτι περίεργες γραμμές. Το ’βαλα στην τσέπη… Γραμμένο σε Κυπροσυλλαβική, ίσως γυναικείο, ένα σκέτο όνομα: ΔΙ-Ο-ΘΕ-ΜΙ».

Μέσα από τη συνειδητοποίηση της χρονικότητας και του πεπερασμένου της βιολογικής ύπαρξης και πάνω στη βαθύτατη μηδαμινότητα του ανθρώπου μπροστά στον τάφο, ο Σάββας δεν θα δει τίποτα λιγότερο από την ανάδυση της αληθινότητας του όντος, τη στιγμή που ο Δαμασκηνός, με μια αλληλουχία αμείλικτων στιχουργικών ερωτημάτων, αποκαθαίρει κατ’ επιστασίαν Θεού το έδαφος της φθαρτής υλικής πραγματικότητας: «Ποια απόλαυση της ζωής βρίσκεται αμέτοχη λύπης; Ποια δόξα γήινη μένει σταθερή και αμετάθετη; Πού είναι πλέον η προσπάθεια για τα υλικά; Πού είναι πια οι ιδέες για τα πρόσκαιρα; Πού είναι ο χρυσός και ο άργυρος; Πού είναι των υπηρετών το πλήθος και ο θόρυβος;»

Από τις εγελιανές ταξικές και κοινωνικές ενυπνήσεις ενός κόσμου «χωρίς στρατιώτες, χωρίς χωροφύλακες ή αστυνόμους, χωρίς ευγενείς, χωρίς βασιλιάδες, κυβερνήτες, έπαρχους ή δικαστές, χωρίς φυλακές, χωρίς δίκες», όπου «όλοι είναι ελεύθεροι και ίσοι», μέχρι τις εξωχρονικές και άλυτες για τη νόηση θεολογικές παραβολές που καταργούν οντολογικά τον θάνατο, τα εμφατικά επερωτήματα της Ακολουθίας ως προς το «Ποιος είναι βασιλιάς ή στρατιώτης; πλούσιος ή πτωχός; δίκαιος ή αμαρτωλός» θα εγγραφούν στην αντίληψη του Σάββα, ως η πηγή μιας οξύμωρης ισότητας, που κεχαρμένως θα ονοματίσει «Δημοκρατία του θανάτου».

Καθ’ οδόν προς το γεγονός της κοιμήσεως, η διαλεκτική του με τον Δαμασκηνό, πάνω στις διακυμάνσεις του πεπρωμένου που εκπέμπει η Ακολουθία, συνιστά μια ερμηνευτική πράξη μακριά από υποθέσεις και «παραμυθίες». Εστιάζοντας πάνω στην αναπότρεπτη συνέπεια του χαρακτήρα της ανθρώπινης εμπειρίας και μετά στην εμβάθυνση των κατ’ εξοχήν μεταφυσικών προσδιορισμών της αιωνιότητας, «σκέφτεσαι και τον τελικό σου στίχο, αυτόν που παραμερίζει εμμονές, διαγράφει πείσματα κι εγωισμούς και σ’ ενώνει με ό,τι δεν κατάφερες μέχρι εκεί να προσδιορίσεις».

Το περιεχόμενο, όμως, αυτής της σύζευξης δεν αποτελεί μια απλή παραδοχή, ικανή να υποβαστάξει το ον μέσα στον κόσμο ή να το διατηρήσει σε μια τροχιά καταστολής ψυχολογικού τύπου, στην επαφή του με τον επικείμενο θάνατο, αλλά ένα οδυνηρό διακύβευμα προπαρασκευαστικής αυτοσυνειδησίας ή μια «μελέτη θανάτου», όπως ο ίδιος την ονομάζει, για «τη στιγμή που μόνη ολομόναχη η ψυχή θα παλεύει να βγει από το σώμα» μέσα στα «δάκρυα» και «δεν θα υπάρχει κανείς να την ελεήσει» πιστώνει ο Δαμασκηνός. Αυτήν ακριβώς τη συγκλίνουσα οδύνη ήταν που κλήθηκε και ο Σάββας να υπερβεί νοερά και την αξιολόγησε ως μια αφόρητη στιγμή ερημοσύνης, όταν η ψυχή πλέον «βλέπει προς τους Αγγέλους, χωρίς όμως ανταπόκριση. Προς τους ανθρώπους τείνει τα χέρια χωρίς να τη βοηθήσει κάποιος» και που στην αντίληψή του για την άχρονη ουσία δείχνει να εδραιώνεται η δισυπόστατη μορφή της Ακολουθίας, αποτελώντας ταυτόχρονα τον προθάλαμο του φοβερού επίλογου της επίγειας ύπαρξης μέσα στην οδύνη και τη θλίψη του χωρισμού των ουσιών, αλλά ταυτόχρονα και της ελπίδας για το επέκεινα.

Εκφρασμένη μέσα από εν γένει χαρμόσυνους εκκλησιαστικούς ήχους, «ψαλμωδία καίρια», η νεκρώσιμη ακολουθία μάλλον παραπέμπει σε μια ένδειξη προνοιακής παραχώρησης του Θεού, μέσα σε κλίμα «ευφρόσυνα παρηγορητικό», παρά σε μια νοησιαρχική θρησκευτική αναγκαιότητα διασκέδασης της θνητότητας. Ίσως να είναι αυτό το ζητούμενο που μεταμορφώνει το ακατανόητο σε ποίηση, ώστε να κρατήσει την έσχατη θαλπωρή που εκπέμπει ο Δαμασκηνός μέσα από τους στίχους του και που ο Σάββας το γνώρισε ως τη μόνη δυνατότητα ελευθερίας από τον θάνατο, χαρακτηρίζοντάς την «το ποίημα του θανάτου, το άσμα ασμάτων για το θέμα της ζωής και της αναχώρησής μας από τον κόσμο τούτο, ένα αριστούργημα λόγου και φιλοσοφικής ενατένισης».

Αίνοι μέσα απ’ τα τρίσβαθα της ορθοδοξίας ενός ανθρώπου που εννόησε πως «η νεκρώσιμος ακολουθία της Ορθοδόξου ημών εκκλησίας αρκεί», σαν η μονάκριβη εξωτερίκευση μιας ανοίκειας αλήθειας, μεταστοιχειωμένης σε συμφιλίωση με τον θάνατο, μπροστά στο θησαύρισμα του Δαμασκηνού, λίγο καιρό πριν περάσει από τη ρωγμή του χρόνου στην άμετρη απεραντοσύνη της αιωνιότητος.

Α.Χ.

Εκ των αντιθέτων η αρμονία

* Πρόκειται για μια επιλογή από διάφορα κείμενα του Σάββα Παύλου: Συλλογή διηγημάτων με τίτλο Φώναξε τα παιδιά (Εκδόσεις Κουκκίδα, 2015), «Τελευταία πανσέληνος» (από το ιστολόγιό του, 19/7/2015), «Η κηδεία μου» (από το ιστολόγιό του, 2/7/2012) και «Τετράδιο ασκήσεων» (από το ιστολόγιό του, 14/3/2011).

* Τα Νεκρώσιμα Ιδιόμελα είναι ποίημα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, 8ος αιώνας. Τα τροπάρια του Ιωάννη Δαμασκηνού που χρησιμοποιούνται στη νεκρώσιμη ακολουθία αποτελούν τη συμπύκνωση της χριστιανικής διδασκαλίας περί του θανάτου και της ζωής.

Σχολιαστε